κληρώνομαι

κληρώνομαι
κληρώνομαι, κληρώθηκα, κληρωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
κληρώνομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή.
Το κληρώνομαι σημαίνει κυρίως εκλέγομαι με κλήρο, ενώ το κληρώνω χρησιμοποιείται κυρίως για την κλήρωση λαχείων κτλ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιλαγχάνω — (AM ἐπιλαγχάνω) νεοελλ. (η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, ούσα, όν αυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών») αρχ. μσν. κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε...… …   Dictionary of Greek

  • κληρώνω — κλήρωσα, κληρώθηκα, κληρωμένος 1. εκλέγω με κλήρο, βγάζω κλήρο από την κληρωτίδα. 2. κληρώνομαι: Το λαχείο αύριο κληρώνει. 3. το παθητικό, κληρώνομαι εκλέγομαι με κλήρο: Κληρώθηκαν οι διαιτητές των αυριανών ποδοσφαιρικών αγώνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”